- εὐπόρημα
- εὐπόρ-ημα, ατος, τό,A advantage, help, Alcid.Soph.26 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπόρημα — εὐπόρημα, τὸ (Α) [ευπορώ] όφελος, πλεονέκτημα … Dictionary of Greek
εὐπορήμασιν — εὐπόρημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)